Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2019

Η Βασιλική, μετά από 35 χρόνια εργασίας,


Η Βασιλική, μετά από 35 χρόνια εργασίας, πήρε επιτέλους το εφάπαξ.  25.000 ευρώ.  Καθόλου άσχημα, αν σκεφθεί κανείς ότι τόσα χρόνια κουραζότανε στον φούρνο, αφού είχε να ξυπνήσει πριν ξημερώσει για να ετοιμάσει το ψωμί των πελατών της.

στον φούρνο

Α, έκανε ωραίο ψωμί, ο φούρνος της κυρα - Βασιλικής.  Ερχόντουσαν και από τις πέρα γειτονειές για να το αγοράσουνε.  Όλα κι όλα.  Είχε σταθερή πελατεία κι η ίδια ήταν συνεπής. Επί 35 χρόνια ξυπνούσε νωρίς για να είναι όλα στην εντέλεια.

στην εντέλεια. 

Και τώρα, έδρεψε τους κόπους της. 25.000 ευρώ.

Δεν ήξερε τι να κάνει τόσα χρήματα. Κάτι θα σκεφτότανε όμως, μιας και είχε δυο αγόρια ανύπαντρα κι ένα σπίτι ετοιμόρροπο.

ετοιμόρροπο

Σίγουρα θα πηγαίνανε σε καλή μεριά.  Θα κρατούσε κάτι για αποταμίευση και τα υπόλοιπα θα τα χρησιμοποιούσε για να επισκευάσει το σπιτικό της.  Αυτό ήταν η καλλίτερη λύση γι' αυτά τα χρήματα, τα χρήματα των κόπων μιας ζωής.  Πριν τα πράξει όλα αυτά, όμως, κάπου έπρεπε να τα κρύψει.  Πού όμως;

"Α, αυτό ήτανε", σκέφτηκε, και τα τοποθέτησε στην καλλίτερη κρυψώνα και τα ξέχασε... εκεί.  Ώσπου μια μέρα, ήρθε η ώρα η καλή όπου έπρεπε να τα πάρει για να κάνει τα όνειρά της πραγματικότητα... Μα, πού ήτανε τα χρήματα;  Εξαφανίστηκαν, μαζύ με τους νοικάρηδές της, κάτι εργάτες που δουλεύανε στα κτήματα για τον τρύγο.

τρύγος
Τι είχε συμβεί, λοιπόν;

Εκείνο το πρωϊνό του Σαββάτου, η Βασιλική έφυγε νωρίς από το σπίτι για να κάνει τα πρωϊνά της ψώνια.  Είχε αποφασίσει να κάνει ένα μικρό γλέντι μιας που τα χρήματα του εφάπαξ θα ρευστοποιούνταν συντόμως και θα πηγαίνανε σε καλή μεριά.  Πίσω, στο σπίτι είχανε μείνει τα δυο της αγόρια.  Ο Γιάννης, ο μεγαλύτερος ετοιμαζότανε να πάει για ψάρεμα.  Του άρεσε να μαζεύει όστρακα

όστρακα

και να τα πουλάει μετά, βγάζοντας ένα καλό χαρτζιλίκι.  Ο μικρότερος ο Γιώργος θα έμενε στο σπίτι, γιατί έπρεπε να διαβάσει για ένα τεστ, που είχε βάλει ο δάσκαλός του, για την Δευτέρα.  Χτυπάει η πόρτα,
η πόρτα

λοιπόν κι ανοίγει ο Γιάννης.  Ήταν οι νοικάρηδές τους.  

"Ήρθαμε για να μάς δώσετε τον φούρνο μικροκυμάτων σας.  Χάλασε η κουζίνα μας και πρέπει να ζεστάνουμε επειγόντως το φαγητό που θα πάρουμε στα κτήματα, Γιάννη", είπε ένας από τους νοικάρηδες.  "Α, φεύγω τώρα", είπε ο Γιάννης και συνέχισε, "μέσα είναι ο Γιώργος, πείτε το σ' αυτόν."  Κι προχώρησε προς την αυλή.  "Θα σάς τον δώσω εγώ," πετάχτηκε ο Γιώργος, που είχε ακούσει τι ζητάγανε οι νοικάρηδές τους. " Έχουμε καιρό να τον χρησιμοποιήσουμε, και μάλλον δεν θα τον χρειαστεί η μητέρα μου."  Και έτσι τους έδωσε τον φούρνο τους, των μικροκυμάτων.

τον φούρνο τους, των μικροκυμάτων

Είναι γεγονός ότι είχε καιρό να χρησιμοποιηθεί, και θα έκανε καιρό να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον, και από τους νοικάρηδες.  Πήραν τον φούρνο στο δωμάτιό τους, βρήκανε μέσα τις 25.000.  Μαζέψανε τα απαραίτητα σε μία βαλίτσα και φύγανε μακρυά, να γλεντήσουνε με τον θησαυρό τους.

Κι έμεινε πίσω η κυρα - Βασιλική να κάνει όνειρα... για το μέλλον της,

όνειρα... 

χωρίς χρήματα.  "Πες ότι ήρθε μια κατεβασιά και τα παρέσυρε", έλεγε διαρκώς στον εαυτό της, για να τον παρηγορήσει.  Όχι, τον Γιώργο δεν τον τιμώρησε.  Τι έφταιγε και το παιδί;  Δεν γνώριζε για τον κρυμμένο εφάπαξ στον φούρνο μικροκυμάτων τους.  Άλλωστε, είχανε καιρό να τον χρησιμοποιήσουνε.

17.11.19











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...